Η μόνωση ενός υπογείου από την εσωτερική πλευρά θα πρέπει να γίνεται μόνο σε περίπτωση μη ύπαρξης εναλλακτικής λύσης.
Σταθερή επιδίωξη μας είναι να στεγανοποιήσουμε τα υπόγεια πάντα από την εξωτερική πλευρά και να κρατάμε το νερό έξω από τις κατασκευές.
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που δεν υπάρχει άλλη λύση από μία εσωτερική επέμβαση και αυτές ακριβώς αφορούν αυτό το άρθρο.
Πρώτα από όλα θα πρέπει να σταματήσουμε – αν υπάρχει – την είσοδο των νερών από μεμονωμένα σημεία. Θα πρέπει δηλαδή να γίνει αυτό που λέμε προστεγανοποίηση. Η προστεγανοποίηση γίνεται με κονιάματα ακαριαίας πήξης όπως είναι το Kristop.
Ξεκινάμε σκάβοντας τις τρύπες και τις γραμμικές εισροές και διανοίγοντας τες σε σκωτίες 2 x 2 cm με κάθετα τοιχώματα για να μπορεί να αγκυρώσει σωστά το K234 Kristop.
Δουλεύουμε από τις μικρότερες πιέσεις προς τις μεγαλύτερες, από τα πιο εύκολα προς τα πιο δύσκολα. Αφού τελειώσουμε τη προστεγανοποίηση, διορθώνουμε ότι ατέλειες υπάρχουν στο μπετόν –φωλιές αδρανών, τρύπες, ρωγμές κλπ. – και γλυκαίνουμε και τις γωνίες, καθέτως οριζοντίως με ένα αντισυρρυκνωτικό, στεγνό κονίαμα τύπου K140 – Repatech R4.
Μόλις τελειώσουμε με τις επισκευές μπορεί να αρχίσει η κυρίως στεγανοποίηση του υπογείου.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν 3 τύποι τσιμεντοειδών υλικών.
• Τσιμεντοειδή ενός συστατικού συμβατικά (Betonfix 300)
• Τσιμεντοειδή ενός συστατικού που κάνουν κρυσταλλοποίηση (K224 Kristeau Cuvelage)
• Τσιμεντοειδή δύο συστατικών, εύκαμπτα (Nitocote CM210)
Οι επιφάνειες θα πρέπει να είναι καθαρές, συνεκτικές. Χωρίς σαθρά ή ξένα μέρη, χωρίς ρύπους και εξανθήσεις.
Οι επιφάνειες θα πρέπει να είναι βρεγμένες έως κορεσμού αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπάρχουν λιμνάζοντα νερά. Το βρέξιμο είναι απαραίτητο, ιδιαίτερα για τα κρυσταλλοποητικά υλικά έτσι ώστε το νερό να χρησιμοποιείται σαν φορέας μετακίνησης των κρυσταλλοποιητικών αλάτων.
Το ανακάτεμα θα πρέπει να γίνεται με αργόστροφο δράπανο και υπό την ακριβή αναλογία νερού ή ρητίνης έτσι ώστε η μάζα του υλικού να είναι απόλυτα ομοιογενής , χωρίς σβόλους.
Η εφαρμογή γίνεται με την κατάλληλη βούρτσα (ποτέ ρολό). Το προϊόν εφαρμόζεται με σταθερές και σίγουρες κινήσεις και πρέπει να χρησιμοποιείται όχι σαν χρώμα αλλά σαν ένα κονίαμα. Θα πρέπει να μένει αρκετή ποσότητα υλικού για να μπορούμε να μιλάμε για στεγανοποίηση.
Συνήθως στα υπόγεια δουλεύουμε με υλικά ενός συστατικού γιατί δεν υπάρχουν μετακινήσεις που να απαιτούν εύκαμπτα κονιάματα αλλά και γιατί η αντοχή τους σε αρνητικές πιέσεις είναι μεγαλύτερες από αυτήν των εύκαμπτων κονιαμάτων.
Δεκτά υποστρώματα είναι το μπετόν, η τσιμεντοκονία και τα τούβλα εφόσον προηγηθεί σφράγισμα των αρμών τους με ένα αντισυρρυκνωτικό κονίαμα.
Αν χρειαστεί θερμομόνωση αυτή γίνεται με εξηλασμένη πολυστερίνη που μπορεί να κολλήσει πάνω στο τσιμεντοειδές και μια κόλλα θερμοπρόσοψης.
Υπάρχουν και συστήματα που δουλεύουν με διαφορετικό τρόπο. Ένα τέτοιο σύστημα είναι αυτό με τις αποστραγγιστικές μεμβράνες που τοποθετούνται πάνω στους τοίχους και μπορούν να σοβατιστούν. Στο σύστημα αυτό τα νερά μαζεύονται σε μία μικρή αποστραγγιστική τάφρο που έχει σκαφτεί στα όρια του τοιχίου, στην περίμετρο του δαπέδου και συλλέγει τα νερά που διεισδύουν για να τα στείλει με τις κατάλληλες κλίσεις σε κάποιο φρεάτιο στο οποίο λειτουργεί αντλία απομάκρυνσης τους.
Το σύστημα αυτό έχει πολλά πλεονεκτήματα αλλά χρειάζεται μεγαλύτερη εμπειρία. Δεν εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην Ελλάδα.