Αν και μόνο εάν είναι αδύνατον να δουλέψουμε από το εξωτερικό μέρος θα πρέπει να προχωρούμε στη μόνωση/ στεγανοποίηση ενός υπογείου εσωτερικά .
Τα νερά πρέπει να αναχαιτίζονται στην πηγή τους και όχι αφού περάσουν μέσα στην κατασκευή. Αυτό είναι λύση ανάγκης.
Η στεγανοποίηση των υπογείων από την εσωτερική πλευρά γίνεται μόνο με τσιμεντοειδή συστήματα ενός – K224 Κristeau Cuvelage – ή δύο συστατικών Nitocote CM210. Αυτό γιατί μόνο τα τσιμεντοειδή συστήματα αναπτύσσουν τόσο ισχυρή πρόσκρουση με το υπόστρωμα από μπετόν έτσι ώστε να μη ξεκολλάνε με την αρνητική πίεση του νερού που δουλεύει πάνω στους δεσμούς στεγανοποιητικού υλικού και υποστρώματος.
Οι επιφάνειες από μπετόν θα πρέπει να είναι καθαρές, συνεκτικές χωρίς ρύπους και χωρίς τσιμεντοεπιδερμίδες. Το υπόστρωμα βρέχεται έως άρνησης αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μένουν πάνω του στάσιμα νερά.
Η σκόνη προσέρχεται αργά και υπό ανάδευση μέσα στο νερό ή την ακρυλική ρητίνη, ανάλογα με το προϊόν. Συνήθως δουλεύεται με βούρτσα, όχι σαν ένα χρώμα αλλά σαν μία επίστρωση που θα πρέπει να έχει ικανό πάχος.
Σε περίπτωση που χρειάζεται προστεγανοποίηση –δηλαδή όταν έχουμε σημειακές εισόδους νερού- τότε δουλεύουμε με το τεχόπυκτο επισκευαστικό και σφραγιστικό κονίαμα Kristop.
Τυχόν γωνίες, φωλιές αδρανών και τρύπες από φουρκέτες σφραγίζονται με το επισκευαστικό κονίαμα K140 Repatech.
Τα επαλειφόμενα υλικά μπαίνουν σε δύο ή τρεις στρώσεις με μία συνολική κατανάλωση που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερη από 3kg/m2.
Σε περίπτωση τοιχοποιίας και όχι μπετόν πρώτα θα πρέπει να σφραγισθούν οι αρμοί με ένα υλικό τύπου Kristolithe και μετά γίνεται η εφαρμογή των επαλειφόμενων υλικών.
Στα δάπεδα θα πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά μηχανική προστασία τους με κάποιου είδους σκληρή επίστρωση.
Κλείνοντας, ας επαναλάβουμε ότι η μόνωση/ στεγανοποίηση ενός υπογείου από την εσωτερική πλευρά είναι λύση ανάγκης και όχι επιλογής και εφαρμόζεται όταν δεν μπορούμε να δουλέψουμε από την εξωτερική πλευρά.